βίτσα

βίτσα
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στην είσοδο του φαραγγιού του Βίκου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Στη Β. βρέθηκε νεκροταφείο των γεωμετρικών, αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Από το 1965 έχουν ερευνηθεί πολλοί τάφοι, που προσφέρουν σημαντικά στοιχεία για τη γνώση της ιστορίας του τόπου και γενικότερα της Ηπείρου. Σχεδόν ταυτόχρονα βρέθηκε και ο συνοικισμός, στον οποίο ανήκε το νεκροταφείο.
* * *
η (Μ βίτσα)
1. λεπτή και ευλύγιστη βέργα από δέντρο ή θάμνο
2. μαστίγιο από σκοινί δεμένο σε κοντό ξύλινο ραβδί
3. φρ. α. «βίτσα που σου χρειάζεται» — ξύλο που σου χρειάζεται
β. «χλωρή γυρίζ' η βίτσα» — όσο είναι κανείς νέος έχει εύπλαστο χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) vitsa < λατ. vitea «αμπέλινη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βίτσα — η (λ. σλαβ.), ευλύγιστη και λεπτή βέργα: Παλιότερα οι δάσκαλοι τιμωρούσαν τους μαθητές με βίτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιτσίζω — [βίτσα] χτυπάω με βίτσα …   Dictionary of Greek

  • βιτσιά — η (Μ βιτσέα) το χτύπημα με βίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βιτσιά < μσν. βιτσέα < βίτσα] …   Dictionary of Greek

  • Zagori — (Greek Ζαγόρι, is a region in the Pindus mountains in Epirus, in northwestern Greece. It has an area of some 1,000 square kilometers contains 45 villages known as Zagoria or the Zagorohoria, and is in the shape of an upturned equilateral triangle …   Wikipedia

  • Vitsa — (Greek: Βίτσα) is one of the largest villages of central Zagori. During historic times, Zagori was inhabited by the Molossians based on excavations in Vitsa containing the remains of a Neolithic settlement of Molossoi dated to the 9th until the… …   Wikipedia

  • αλογόβιτσα — η βέργα ή μαστίγιο για τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + βίτσα] …   Dictionary of Greek

  • βιτσάλι — το (Μ βιτάλιν) μικρή βέργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βιτσάλι είναι υποκορ. του ουσ. βίτσα, ενώ το μσν. βιτάλιν πιθ. < λατ. vitis «βέργα από κλήμα»] …   Dictionary of Greek

  • βιτσώνω — (Μ βιτσώνω) χτυπώ με τη βίτσα …   Dictionary of Greek

  • λυγόνα — και λεγούνα, η ευλύγιστο ραβδί από λυγαριά ή αγριελιά, βίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγ (πρβλ. λυγιά)] …   Dictionary of Greek

  • νταουλόξυλα — τα μουσ. τα δύο ξύλα με τα οποία παίζεται το νταούλι και από τα οποία το ξύλο τού αριστερού χεριού λέγεται βέργα ή βίτσα και είναι πολύ λεπτό και ελαφρύ, ενώ τού δεξιού χεριού, ο τυμπανοκρούστης, λέγεται κόπανος και είναι πιο χοντρό και πιο βαρύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”